Μια μέρα του Μάη λιόλουστη η όμορφη Αρχόντω,
στο κέντημά της έφτιαχνε ένα μεγάλο ρόδο.
Η κακομοίρα μόνη της αρχίζει να μιλάει,
τον άντρα της τον Διγενή βαριά τον βλαστημάει.
«Ανάθεμά σε, Διγενή, η πόρτα δεν σφαλίζει,
και τώρα είμαι μοναχή, κλεισμένη μες το σπίτι.
Κι εγώ φοβούμαι που ́μαι εδώ, μη λάχει και μας κλέψουν,
γιατί είναι όλοι μακριά και δεν μπορούν να σπεύσουν».
Κι εκεί που μονολόγαγε η αρχοντοπούλα μόνη,
συνέβη κάτι τρομερό και φόβος τηνε ζώνει.
Δύο ληστές αδίστακτοι σα μπαίνουν μες το σπίτι,
τη δένουν χειροπόδαρα, να μη μπορεί να φύγει.
Καθόταν μοναχούλα της, μες το κελί κλεισμένη,
δάκρυα απ’ τα μάτια τρέχουνε, τον άντρα μνημονεύει:
«Άμα τα νέα μάθαινες, σιγά και μη σε νοιάζει.
Τη ρόβη μόνο θα ́σπερνες και το χρυσό σιτάρι.
Στέλνεις και το ψωράλογο να ́ρθει να με γλιτώσει,
ενώ εσύ καθόσουνα να δεις αν θα με σώσει.
Μήδε γενναίος ήσουνα, μηδέ ανδρειωμένος,
μόνο σιμά σε μια γωνιά στέκεσαι τρομαγμένος.
Βάζω τον ουρανό κριτή και τους αγίους μαρτύρους,
πίσω στη μάνα μου γυρνώ, αφότου θα ξεφύγω.
Τον Διγενή κουράστηκα να έχω σύζυγό μου,
φεύγω από το σπίτι μου, παίρνω των οματιώ μου.
Δανάη Μεταξάκη
* Παραλλαγή της γυναίκας του ∆ιγενή, σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο