Skip to content
Εβελίνα Σούκου
Κατηγορία: Πεζό Κείμενο

Τα μάτια του θόλωναν, η καρδιά του γινόταν  πέτρα, το χαμόγελο του έπαυε να λάμπει, όλα σταματούσαν. Γυρνούσε το κεφάλι του θέλοντας να δει, να μάθει. Οι άνθρωποι τον κοίταζαν θυμωμένοι, αγέλαστοι, φτωχοί να αναγνωρίσουν τον πραγματικό σκοπό της ζωής. Ο ήλιος κρυβόταν πίσω από τα γκρίζα παράθυρα των πολυκατοικιών. Τα παιδιά ζούσαν σε ένα λίθινο πύργο με θεμέλια την θλίψη και την στεναχώρια. Όμως, μέσα βαθιά, από την καρδιά του, πήγαζε ένα όνειρο, μια  επιθυμία, μια γλυκιά σκέψη για έναν μαγικό κόσμο. Το πρόσωπό του ακουμπούσε το τζάμι του σκοτεινού και κρύου δωματίου. Τα χέρια του έτρεμαν, οι πληγές του άνοιγαν κάθε μέρα όλο και περισσότερο.

Κι εκείνος…αναρωτιόταν, φοβόταν, έψαχνε.  Ήθελε να βρει την αγάπη, την χαρά, την πίστη και την ελπίδα. Ψιθύριζε στα πουλιά που κάθονταν στο μπαλκόνι του και τους ζητούσε να του δείξουν τον πραγματικό κόσμο. Κι όταν του μιλούσαν για το φως που αναζητούσαν οι άνθρωποι μέσα στο σκοτάδι, το κέρδος, ο ανταγωνισμός και η αντιπάθεια σκέπαζαν  την λάμψη που παραλίγο να φώτιζε την ψυχή του. Τα βράδια παρακαλούσε να ξεκλειδώσουν αυτή την πόρτα, την πόρτα που φαινόταν τώρα πια μίλια μακριά. Στα όνειρά του πηγαινοέρχονταν παιδιά με χαμόγελα…κι εκείνος χαιρόταν…Όμως…όλα σε μια στιγμή χάνονταν και σαν το φως να γινόταν σκοτάδι, σαν το θάρρος να γινόταν φόβος, σαν η ζωή να σταματούσε…όλα μεταμορφώνονταν σε έναν εφιάλτη.

Μια μέρα, ένα βροχερό απόγευμα, η σκουριασμένη πόρτα της κάμαρας άνοιξε. Το φως τύφλωσε τα μαύρα μεγάλα του μάτια  και μια μεσήλικη γυναίκα πάτησε στο λεκιασμένο χαλί της εισόδου. Ήταν πολύ παράξενη. Τον κοιτούσε και καυτά δάκρυα κυλούσαν στα χλωμά μάγουλα της. Ξαφνικά τον πλησίασε, του κράτησε το χέρι και μονομιάς την ένιωσε να τρέμει. Τον κοίταξε στα μάτια, δειλά, σαν να ντρεπόταν, σαν να ήθελε να του πει κάτι, θαρρείς όμως ότι δεν είχε φωνή. Κάθισε πολλή ώρα δίπλα του και προσπάθησε να ακούσει την καρδιά του. Μες στην ησυχία, ακούστηκε παρήγορο το τραγούδι της.

Το παιδί σήκωσε το κεφάλι του και την αγκάλιασε ψελλίζοντας: Εσύ, είσαι εσύ. Η μαμά μου…ο πολυτιμότερος θησαυρός της φτωχής ζωής μου.  Η γυναίκα τον φίλησε και έπειτα με ένα απλό «σε αγαπώ», την μόνη λέξη που διψούσε να ακούσει, τον αποχαιρέτησε.

Όλοι ξέρουμε πόσο δύσκολος είναι ένας αποχαιρετισμός. Φανταστείτε το για ένα παιδί που η ζωή του είναι σαν κρυμμένη ακτίνα σε ένα φωτεινό ήλιο. Το βράδυ εκείνο κοιμήθηκε βαριά, που δεν κατάλαβε πώς πέρασαν 10 ολόκληρα χρόνια.

Σήμερα ήταν πια 18 ετών.  Ένας νέος άνθρωπος χωρίς ελπίδα και αντοχή, παγιδευμένος στα δίχτυα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης. Μάζεψε λοιπόν τα λιγοστά πράγματά του κι έκλεισε πίσω του οριστικά την σιδερένια πόρτα. Όμως, πού θα πήγαινε; Ποιος θα ενδιαφερόταν; Αυτή. Η αδελφή του. Ένα μικρό κορίτσι, μεγαλωμένο στα χέρια της καλόκαρδης και άρρωστης γιαγιάς. Πέντε χρονών ήταν, όταν οι γονείς είχαν ήδη δώσει τον μεγάλο της αδελφό στο ορφανοτροφείο. Ο λόγος δεν ήταν οικονομικός, αλλά αντίθετα κρύβει μια ιστορία απόγνωσης και μητρικής αγάπης.

Ένα κρύο βράδυ του Δεκεμβρίου, μια υπέροχη γυναίκα γέννησε το αγοράκι της. Η ζωή κυλούσε ήρεμα. Μέχρι που η οργή του πατέρα του, για επαγγελματικά θέματα, ξεπέρασε τα όρια κι άρχισε να χτυπάει τον μονάκριβο γιο του. Η μητέρα του δεν άντεξε άλλο και την παραμονή της 27ης Ιουλίου σκότωσε τον άντρα της. Από τότε τα μάτια της γέμισαν με μαύρους  κύκλους και το ζεστό χαμόγελο της χάθηκε πίσω από τα σκουριασμένα κάγκελα της φυλακής, όπου τώρα βρισκόταν. Το παιδί στην ηλικία των τεσσάρων ετών μπήκε στο ορφανοτροφείο, με εντολή του κράτους. Μέσα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια είχε δει μόνο μία φορά την μαμά του. Θυμόταν  το γλυκό τραγούδι της και η αγνή καρδιά του την συγχώρεσε, ακόμα κι αν δεν ήξερε όλη την αλήθεια.

Κάθε μέρα τριγυρνούσε στα σοκάκια της πόλης πιστεύοντας ότι θα συναντούσε την μητέρα του. Δεν είχε σπίτι, χρήματα, φίλους. Είχε όμως πίστη και επιμονή. Ήταν σίγουρος ότι μια μέρα ο ήλιος θα έλαμπε ξανά, ότι το ξημέρωμα θα έμπαινε εύκολα, ότι η καρδιά του θα γέμιζε αγάπη. Τις νύχτες ονειρευόταν πως έβρισκε την οικογένειά του, πως έβρισκε ένα ζεστό σπίτι, ένα πιάτο σπιτικό φαγητό που τόσα χρόνια είχε στερηθεί. Αυτό έβλεπε και το βράδυ που ένα ζεστό χέρι του άγγιξε τον ώμο του.

Άνοιξε τα μάτια του, η ζωή του έγινε ξανά ένας εφιάλτης. Σήκωσε το βλέμμα του και ένα όμορφο κορίτσι τον κοιτούσε βαθιά. Του έπιασε το χέρι, τον φίλησε, τον αγκάλιασε, του μεταμόρφωσε τη ζωή σε παραμύθι και έπειτα του ψιθύρισε  «αδελφούλη μου, κομμάτι της ψυχής μου, εσύ είσαι», κι ύστερα έπεσε στα πόδια του κλαίγοντας. Ένα θερμό χαμόγελο σκέπασε το γλυκό πρόσωπο της. Ένα χαμόγελο, που από εκεί και πέρα δεν θα έσβηνε ποτέ.

Η συνάντηση αυτή του άλλαξε την ζωή. Όλα γύρω του είχαν ένα νόημα, κατάλαβε πώς είναι να γελάς, να ζεις, να ελπίζεις, να ονειρεύεσαι. Κάθε μέρα τώρα πια ήταν για εκείνον μια περιπέτεια, μια ευκαιρία να χτίσει την ζωή του. Κι αυτό έκανε. Με κάθε ανατολή του ήλιου έβαζε κι ένα μικρό τουβλάκι στον πύργο του μεγάλου ταξιδιού του. Αρχικά τοποθέτησε την προσπάθεια, την αγάπη και την αισιοδοξία, και ύστερα τη δόξα, την υπερηφάνεια και την λογική.

Back To Top