Ήμασταν σίγουροι πως θα έφταναν κι απόψε. Δεν φυσούσε, δεν έβρεχε, είχε μόνο παγωνιά. Σε λίγο θα φαινόταν οι πρώτες βάρκες. Άνθρωποι, οι ζωές, οι ιστορίες, οι ελπίδες τους. Πριν το καταλάβω, ήταν σχεδόν δίπλα μου. Μέσα στο μισοσκόταδο, όπως ήταν τυλιγμένη με μια κουβέρτα, ξεπρόβαλλαν μονάχα τα μάτια της. Μονάχα αυτά. Μαύρα, μεγάλα, ζωντανά, έντρομα. Κάποτε είχαν σίγουρα αντικρίσει τον ήλιο, τα πιο ζεστά χαμόγελα, τα πιο αθώα πρόσωπα. Λάθος μου; Όχι, δεν μπορεί. Είχαν χαμογελάσει στην αγάπη. Όλα τα παιδιά χαμογελούν στην αγάπη. Αν τα έκλεινε τώρα, τι θα ονειρευόταν; Εγώ θα ονειρευόμουν κάτι μικρό και ίσως ασήμαντο. Εκείνη; Όχι εκείνη. Λίγες εβδομάδες πριν θα έλαμπε από χαρά παίζοντας ή ζωγραφίζοντας, ίσως χόρευε σε κάποια γιορτή ή τραγουδούσε μαζί με τη μαμά και τα αδέλφια της. Τώρα όμως; Τώρα πώς; Και αν αυτό που την πήρε από το ευτυχισμένο παρελθόν της την πονάει στο παρόν, την ακολουθήσει και της στραγγαλίσει και το μέλλον; Φοβάμαι να απαντήσω, φοβάμαι να σκεφτώ. Μπροστά μου είναι ένα μικρό κοριτσάκι με ένα πορτοκαλί σωσίβιο, μια παλιά μάλλινη κουβέρτα και το προσωπάκι του γεμάτο αλμύρα του Αιγαίου.
Άπλωσα το χέρι μου να την βοηθήσω να βγει από τη βάρκα και ταυτόχρονα έψαχνα με το βλέμμα μου να βρω αν κάποιος ήταν μαζί της, μάνα, συγγενής ή φίλος. Μάταια. Ήταν μόνη της, ένα μικρό τρομαγμένο παιδί, μόνο στο λιμάνι ενός άγνωστου νησιού, μιας άγνωστης χώρας, χωρίς οικογένεια, χωρίς προορισμό, χωρίς πατρίδα, χωρίς ελπίδα. Σαν ασπρόμαυρη ταινία πέρασαν από μπροστά μου τα δικά μου ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, χρόνια αγάπης, ασφάλειας, χρόνια ευτυχίας. Άρχισα να τρέμω. Όχι δεν κρύωνα, δεν φοβόμουν. Αυτό το παιδί. Αυτό. Μια απειροελάχιστη στιγμή ήταν αρκετή για να χαραχτεί η αθώα του έκφραση μέσα στο μυαλό και την καρδιά μου, και τίποτα δεν θα την έσβηνε από μέσα μου ποτέ.
Τη στιγμή που έκανε τα πρώτα της βήματα σε στέρεο πια έδαφος, κοντοστάθηκε σαν κάτι να ξέχασε και γύρισε να το ψάξει, σήκωσε το χεράκι της και με αποχαιρέτησε, θαρρώ πως ίσως και να μου χαμογέλασε. Όχι, όχι, σίγουρα μου χαμογέλασε, δειλά αλλά όχι φοβισμένα. Έπαψε τότε ξαφνικά να είναι ένα τρομαγμένο άγνωστο παιδί, μονομιάς έγινε η δική μου ελπίδα, η δική μου αφορμή να αγωνίζομαι, να διεκδικώ, να αλλάζω, να ζω. Δεν ήταν πια μόνο ένα αθώο θύμα κάποιου πολέμου, κάποιου διωγμού, κάποιου φόβου, κάποιων όπλων, κάποιων συμφερόντων, κάποιων πολιτικών. Ήταν μια μικρή αγωνίστρια που επέζησε και έφτασε στο νησί μου και ήταν τόσο σπουδαία που νοιάστηκε να χαμογελάσει σε μια άγνωστη. Ήταν γενναία και ήμουν δειλή.
Και αν πάντα κάπου στον κόσμο υπάρχει κάποιος που μας αγαπάει και μας νοιάζεται, τότε σίγουρα αυτό το παγωμένο κοριτσάκι με τα μεγάλα μαύρα μάτια ήταν το δικό μου ανεξερεύνητο μυστικό, η μυστική μου δύναμη, το κρυμμένο μου θάρρος. Τα ελάχιστα μέτρα που μας χώριζαν φοβήθηκα πως θα χρειαζόταν μια αιωνιότητα να τα διασχίσω, δεν ήθελα να φύγει, ήθελα να την προλάβω. Έτρεξα και τη σταμάτησα, την έσφιξα πάνω μου, δεν με κοίταξε με απορία, ούτε με έκπληξη. Σαν να ήξερε, ίσως και πριν από μένα, εκείνη ήξερε πρώτη. Ο υπεύθυνος της ομάδας με κοίταξε παραξενεμένος, ίσως και ενοχλημένος. Δεν ξέρω, δεν πρόλαβα καν να το σκεφτώ. Κρατώντας τη σφιχτά στην αγκαλιά μου, με τα χεράκια της δεμένα γύρω από το λαιμό μου, άρχισα να περπατάω δίπλα του και λαχανιασμένη, με κομμένες από την αγωνία λέξεις, να προσπαθώ να του εξηγήσω, να του ζητώ να με βοηθήσει. Ήθελα να γίνω εγώ η πατρίδα και το σπίτι της, η παρηγοριά και η ελπίδα της. Δεν ήθελα να είμαι πια παγιδευμένη στο σκοτάδι, στη ζοφερή πραγματικότητα ενός κόσμου που ορίζεται ως «λυπάμαι που δεν λυπάμαι», να συνεχίσω να είμαι άβουλος παρατηρητής, εγκλωβισμένη στον ρόλο του σχολιαστή, κάνοντας το «τίποτα» και περιγράφοντας το σαν σπουδαίο. Όχι πια, όχι άλλο.
Όσο ο υπεύθυνος της ομάδας μού εξηγούσε τις δυσκολίες, μου ανέλυε τις ελάχιστες πιθανότητες να τα καταφέρω, τις σύνθετες διαδικασίες, υπηρεσίες, έγγραφα και πρόσωπα που θα έπρεπε να ξεπεράσω, τόσο μέσα μου ήξερα ότι θα πάλευα, θα αγωνιζόμουνα κρατώντας το χεράκι της, να φτάσω μέχρι το τέλος, θα έδινα μαζί της, για εκείνη, για μένα, για όλους μας, μια μάχη αγάπης, μια μάχη ελπίδας. Δεν έσωζα τον κόσμο, δεν έσωζα μια πατρίδα ή έναν πολιτισμό, δεν σταματούσα τον πόλεμο. Διέσωζα ό,τι με έμαθαν, όσα με δίδαξαν, όσα αξίζουν για να μας κάνουν καλύτερους, να μας κάνουν αληθινούς ανθρώπους. Σήμερα εγώ, αύριο άλλοι λίγοι, σύντομα πολλοί.
Σε έναν κόσμο που διψά για αποδοχή, δίχως να είναι ικανός και πρόθυμος να αποδεχτεί, ίσως ένα απλό βήμα που με τον τρόπο του ο καθένας θα έκανε, να τον βοηθούσε να εκπληρώσει τον πραγματικό σκοπό του, αυτόν που όλοι μας ξεχνάμε, πώς θα προστατεύει και θα παρηγορεί, πώς θα γιατρεύει και θα νοιάζεται. Αυτό είναι αγάπη. Αλήθεια, έτσι δεν φτιάχτηκαν κάποτε οι ψυχές, αυτή δεν είναι η αληθινή ομορφιά; Τι χάθηκε στη διαδρομή, ποιο μάταιο κυνήγι μάς έκανε να ξεχάσουμε, μας κάνει καθημερινά να χάνουμε; Γιατί και αν ακόμα δεν μπορούμε εμείς να γίνουμε το «σπίτι» κάποιου, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να γίνουμε ένα καταφύγιο, που θα του χαρίσει λίγες ώρες γαλήνιου ύπνου. Δεν μπορεί κάποιος να κοιμηθεί, όταν κάθε βράδυ ο ίδιος εφιάλτης, ο ίδιος φόβος, κάνει την καρδιά του χίλια κομμάτια. Πόσο περισσότερο, όταν αυτός ήταν κάποτε πραγματικός. Και το πρωί να του έχουμε δώσει δύναμη από τη δύναμη μας, κουράγιο από το κουράγιο μας, πίστη από την πίστη μας, για να περπατήσει μέχρι εκείνο το σπίτι που τον περιμένει στο βάθος ενός δρόμου, στο Βερολίνο; στο Παρίσι; που κάπως, κάποτε, θα το ξαναχτίσει από την αρχή.
Γιατί κάθε σύνορο, όριο, το ακατόρθωτο και το ανυπέρβλητο, μπορούμε εμείς απλά να το εξαφανίσουμε. Γιατί, τελικά, όλοι είμαστε αυτό που θέλουμε να καταφέρουμε. Οι μάχες που δώσαμε. Οι αγώνες που εγκαταλείψαμε. Αυτό που μόνοι μας χτίζουμε. Αυτό που προσπαθούμε να γίνουμε. Το όνειρο που ακολουθούμε. Ας ονειρευτούμε όλοι πως δεν θα υπάρξουν άλλα παγωμένα παιδικά προσωπάκια ριγμένα σε μια σάπια βάρκα στη μέση του Αιγαίου. Γιατί αν δεν μπορέσουμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτά, δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε τίποτα ποτέ και για κανέναν, θα είμαστε απλώς το ίδιο ένοχοι με αυτούς που τα ξερίζωσαν, βουβοί και αμήχανοι θεατές ενός σκληρού έργου στο οποίο αύριο, μην ξεχνάμε, θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς οι πρωταγωνιστές…