ΕΓΩ: Ανοίγω τα μάτια μου, όμως τα κλείνω αμέσως. Τα κλείνω, γιατί τα μάτια μου τυφλώνονται από τη φωτιά και δακρύζουν από τη ζέστη, αλλά και γιατί δεν αντέχω να βλέπω τον κόσμο που ζω. Απλά περπατάω, τρέχω με κλειστά τα μάτια και εύχομαι να πεθάνω.
ΑΛΛΟΣ: «Υποσχέσου πως θα είσαι μαζί μου. Είμαι τόσο μικρός και το μίσος πολύ μεγάλο.» Νιώθω το χέρι της να γλιστράει από το δικό μου. Όχι αργά, όχι τρυφερά, όπως όταν με έβαζε για ύπνο, αλλά βίαια και βιαστικά, και οργισμένα. Άνοιξα τα μάτια μου για να τη δω να πεθαίνει. Ποτέ δεν ξαναείδα τη μαμά μου. Ξέρω, πρέπει να τρέξω, αλλά βαρέθηκα να τρέχω. Οι δικοί μου σκότωσαν τόσους, ίσως μου αξίζει. Οι δικοί τους σκότωσαν τόσους, τι είναι άλλος ένας; Τον βλέπω να έρχεται και να οπλίζει, και κλείνω τα μάτια μου.
ΕΓΩ: Τρέχω από πάνω του. Είναι μικρός, το πολύ εφτά. Ξέρω πως εγώ σκότωσα τη μάνα του και ξέρω πως θα σκοτώσω και αυτόν. Μακάρι να το έκανα χωρίς να νιώθω τίποτα, μακάρι να μην ένιωθα ίχνος συμπόνιας για το μικρό, κουλουριασμένο, σκελετωμένο παιδάκι που περίμενε με κλειστά μάτια να πεθάνει. Βλέπω σιωπηλά δάκρυα να κυλούν και θυμάμαι τον γιο μου, όταν έσπασε το πόδι του. «Όλα θα πάνε καλά» του είχα πει. « Όλα καλά θα πάνε» είπα. « Θα κάνω το σωστό, όταν μεγαλώσουν θα σκοτώσουν εμάς για την πίστη τους, είναι αμαρτωλοί. Εμείς οι χριστιανοί δεν μπορούμε να τους αφήσουμε, πρέπει να τους σκοτώσουμε.» Έκλεισα τα μάτια και πυροβόλησα. Κάθισα και το κοίταξα για ένα δευτερόλεπτο και μετά όπλισα την τελευταία μου σφαίρα και τη φύτεψα στο κεφάλι μου.
ΑΛΛΗ: Κλείνω τα μάτια μου, τόσο κουρασμένη είμαι, όμως η μέρα δεν γίνεται καλύτερη. Επιτέλους, όλα πήραν τη σειρά τους. Εγώ αποφοίτησα, αυτός αποφοίτησε. Εμείς παντρευτήκαμε. Θα μείνουμε μαζί, θα σπουδάσουμε μαζί και θα γεράσουμε μαζί. Πίνω το τσάι μου και φαντάζομαι την πόλη μου. Τόσος κόσμος, τόση κίνηση. Μου αρέσει η πόλη μου. Ανοίγω τα μάτια μου και τον βλέπω να έρχεται. Σηκώνομαι και χαμογελώ. Τότε ήταν που όλα σκοτείνιασαν, για την ακρίβεια όλα έλαμψαν. Τότε ήταν που τους είδα να μπαίνουν στο καφέ. Τότε ήταν που τον σκότωσε. Ποτέ δεν ξαναείδα τον άντρα μου. Ξέρω, πρέπει να κρυφτώ, αλλά βαρέθηκα να κρύβομαι. Τον βλέπω να πλησιάζει και κλείνω τα μάτια μου.
ΑΛΛΟΣ: Τρέχω από πάνω της. Είναι μικρή, το πολύ δεκαεννιά. Η καημένη, είναι έγκυος. Το ξέρω πως θα σκοτώσω αυτή και το μωρό της. Από το τρέμουλό της και από τα σφιχτά κλειστά της μάτια ξέρω πως και αυτή το ξέρει. Τόσους έχω σκοτώσει, γιατί ακόμα διστάζω; Γιατί να νιώθω; Γιατί να λυπάμαι; Πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν και μου θύμισε τη γυναίκα μου, όταν της είπα πως το μωρό μας δεν τα κατάφερε. « Όλα καλά θα πάνε» είχα πει. Αυτό είπα και τώρα. «Θα κάνω το σωστό, αυτή είναι αμαρτωλή, οι δικοί της σκοτώνουν εμάς για την πίστη τους, θα την σκοτώσω και εγώ για την πίστη της.» Έκλεισα τα μάτια μου και τη σκότωσα. Κάθισα και την κοίταξα για ένα δευτερόλεπτο και έμπηξα το μαχαίρι μου στην καρδιά μου.
ΕΓΩ, ΟΙ ΑΛΛΟΙ, ΕΜΕΙΣ: Και όλοι μαζί τώρα γελάμε και κλαίμε που σκοτωθήκαμε για το Τίποτα. Και αγκαλιασμένοι και ελεύθεροι ανεβαίνουμε με ανοιχτά τα μάτια και χαζεύουμε τους ανθρώπους που σκοτώνονται για τα ψέματα που τους είπαν. Και από εδώ ψηλά, μοιάζουν όλοι ίδιοι και ίδια.