Skip to content
Έλενα Στριγγλή

Η μέρα είναι ηλιόλουστη κι ο ουρανός καθάριος
κι ο Διγενής μου ο γλυκός μες τα χωράφια σπέρνει.
Άχου ο Διγενούλης μου, που αγάπη του είναι η γη του,
σπέρνει, δουλεύει, συνεχώς, απ’ το πρωί ως το βράδυ.
Κι εγώ η καλή του η κυρά μ’ αγάπη περιμένω,
τον περιμένω κι ώσπου να ‘ρθει φαί τού μαγειρεύω.
Μα εκεί που είμαι μόνη μου, εκεί που μαγειρεύω,
ακούω ήχο δυνατό και προς την πόρτα τρέχω.
Ώσπου να φτάσω, σκέφτομαι, τι έγινε κει κάτω.
Ακούω βήματα , φωνές, λες να’ ναι ο Διγενής μου;
Λες να συνέβη τίποτα, κακό να τον εβρήκε;
Μήπως έχουμε πόλεμο, μήπως εχθροί είναι κι ήρθαν;
Σαν φτάνω, όμως, ξαφνικά άγνωστο αντικρίζω,
άγνωστο πάνω σε άλογο, άσπρο σαν και το γάλα.
Εσύ είσαι, λέει ο άγνωστος, του Διγενή η γυναίκα;
Εγώ είμαι, λέω περήφανη, όμως σε ποιον μιλάω;
Ανέβα πάνω στο άλογο και άσε τις συστάσεις.
Τρελή δεν είμαι, άγνωστε, ξένο ν’ ακολουθήσω.
Ανέβα συ με το καλό, αλλιώς θα σ’ ανεβάσω.
Πες μου, όμως, τι με θες, κι αν είναι, θε να ανέβω.
Αλλά ο ξένος θύμωσε και μ’ έβαλε στη σέλα.
Κι εγώ σαν είμαι αδύναμη είπα να κάνω πίσω.
Όσο γι’ αυτό που ρώτησες, άρχισε αυτός να λέει,
να σε παντρέψουν πάμε σ’ εκκλησιά με άρχοντα ρωμαλέο.
Μα τι είναι τώρα αυτά που λες; Εγώ είμαι παντρεμένη.
Κι αν έρθει ο Διγενής ο άντρας μου, άντρας ανίκητος
σκληρός, σωστό θηρίο, τότε θα δει ο άρχοντάς σου.
Σκέφτομαι, όμως, μετά, ο Διγενής δε θα ́ρθει.
Ωιμέ, συμφορά, και τι θα γίνει τότε;
Μακάρι πουλάκι να βρεθεί, την είδηση να πάει.
Και σαν περάσαμε βουνά και κάμπους και λιβάδια
εφτάσαμε στην εκκλησιά, να γίνουνε οι γάμοι.
Αχ ∆ιγενούλη μου καλέ, πού είσαι να με σώσεις;
Κι αρχίζει ο παπάς τα γράμματα κι ο διάκος τα βαγγέλια,
μα εγώ ακούω άλογο να τρέχει προς εμένα.
Πάψε παπά τα γράμματα και διάκο τα βαγγέλια
κι ο μαύρος μου σιλιμουντρά κι ο Διγενής είν’ κι ήρτε.
Γινότανε να ήμουνα και πιο ευτυχισμένη;
Ο μαύρος που κρυφοτάιζα αφ’ το ακριβό κριθάρι
και που τον κρυφοπότιζα μες σε αργυρή λεγένη.
Κι ο Διγενής ο άντρας μου ο πολυαγαπημένος,
που όλοι τον φοβήθηκαν και το’ βαλαν στα πόδια.
Κι ο μαύρος εγονάτισε και πάνω του με πήρε.
Και πήγαμε στο σπίτι μας να φάμε τη φακή μας.

Back To Top