skip to Main Content
Φώτη Πεταλά
Κατηγορία: Διήγημα
3ο βραβείο

16/2/22

Σε όλους όσους διαβάζουν αυτό το γράμμα θέλω να ξέρετε ότι δεν ευθύνομαι για ό,τι πρόκειται να κάνω. Δεν φταίω εγώ και το λέω όσο πιο ευθέως γίνεται, γιατί δεν είναι τίποτα λιγότερο από την αλήθεια. Προσπάθησα πολύ σκληρά να γίνω κάποια που δεν μπορούσα. Να γίνω η σιωπηλή, παθητική, χαμογελαστή και ταπεινή σύζυγος που θα έπρεπε. Αλλά δεν το άντεξα. Δεν άντεξα τα στραβά μάτια. Δεν άντεξα άλλο βράδυ να κάθομαι μόνη στον καναπέ με ένα ποτήρι γεμάτο κρασί κι έπειτα να πέφτω για ύπνο σε ένα άδειο κρεβάτι ξέροντας ότι ο άντρας που παντρεύτηκα την ίδια στιγμή ξάπλωνε δίπλα σε κάποια άλλη. Σε μια νεότερη, ομορφότερη και διασκεδαστικότερη από εμένα. Μια από τις φοιτήτριές του. Μια μικρή ξανθομάλλα με το όνομα Αλεξία. Η καρδιά μου δε βαστά άλλο. Δεν τόλμησα ποτέ να του πω ότι ήξερα. Ότι γνώριζα για αυτή την ιστορία μισό χρόνο τώρα.

Η ζωή μου είναι βαρετή: βαριέμαι να ξυπνάω, να τρώω, να κοιμάμαι. Δεν υπάρχει τίποτα να μου δίνει χαρά πια. Ούτε καν ο σύζυγός μου. Μαμά, μπαμπά, συγγνώμη που σας απογοητεύω έτσι. Τουλάχιστον να ξέρετε ότι ήταν εντελώς ανώδυνο.

-Μαίρη Δελόγλου Κωνσταντακάτου

20/2/22

Ο Δήμος μπήκε ράθυμα μέσα στο διαμέρισμά του και κλείδωσε την πόρτα πίσω του. Στάθηκε για μερικές στιγμές στο κατώφλι να αφουγκραστεί. Μια εκκωφαντική ησυχία γέμιζε το χώρο σαν ομίχλη που έκαιγε τα αφτιά του, σχεδόν άκουγε τους κτύπους της αδύναμης καρδιάς του. Το καθιστικό ήταν άδειο, γυμνό από κάθε είδος ζωής και χρώματος. Η ζωηρή ταπετσαρία είχε αποστραγγιστεί από κάθε απόχρωση φωτός ενώ στα έπιπλα βαριά έπεφτε η σκιά της μοναξιάς. Τη σιωπή διατάραξε μια αιχμηρή βροντή που έριξε φως φευγαλέα στο θλιβερό σπίτι. Παχιές σταγόνες θρυμματίστηκαν στο μπαλκόνι και η μπόρα δεν άργησε να φτάσει. Πόσο κλισέ, σκέφτηκε ο Δήμος με τη σκέψη να μη προκαλεί το παραμικρό χαμόγελο. Διέσχισε αργά το δωμάτιο με τα μαύρα ρούχα του να τον δένουν με την ατμόσφαιρα του διαμερίσματος ενώ η διάθεση να ανοίξει κάποιο φως είχε σβήσει όπως και η όρεξή του να φάει οτιδήποτε. Τουλάχιστον κατάφερε να φορέσει τις πιτζάμες του και να γυρίσει στο σαλόνι με κορμί ξεχαρβαλωμένο από το βάρος της ψυχής του. Ήταν φορές που δε το αισθανόταν καν μεταφορικά, ένιωθε πράγματι έναν αφόρητο όγκο να φωλιάζει ανάμεσα στα σπλάχνα του.

Σήμερα ήταν μάλλον η χειρότερη μέρα από το συμβάν. Δεν είχε την ανάγκη να κλάψει· τα μάτια του είχαν στερέψει χυμούς. Ήταν η επώδυνη αίσθηση της παρουσίας του. Ένιωθε παρείσακτος στην κηδεία της ίδιας του της γυναίκας. Τα βλέμματα όλων των συγγενών της να τον καρφώνουν, να λακτίζουν και να τρυπούν τον αυχένα του όσο βρίσκονταν πίσω του. Οι ψίθυροι, οι συκοφαντίες και το μίσος. Κανείς τους δεν είχε τολμήσει να του μιλήσει. Με τους γονείς της είχε ανταλλάξει μονάχα μια ματιά κατά τη διάρκεια της τελετής και τραπέζι δεν ακολούθησε. Όλοι ήξεραν για το σημείωμα. Το τελευταίο σημείωμα της Μαίρης. Όταν το βρήκε ο Δήμος, όταν το διάβασε, σκέφτηκε ότι ίσως να το δώσει στους γονείς της δεν ήταν ωφέλιμο για τον ίδιο. Όμως εκείνες τις μέρες δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Ήταν λες και ο κόσμος ήταν πιο θολός από ποτέ.

Σέρνοντας τα πόδια του γέμισε ένα ποτήρι με ουίσκι και καθηλώθηκε στον καναπέ να αντικρίζει την αντανάκλασή του στη σβησμένη τηλεόραση. Ο ήχος της βροχής ήταν σχεδόν παρηγορητικός εκείνη τη στιγμή. Το δωμάτιο χρωματιζόταν απαλά από το γκριζογάλανο του βραδινού ουρανού. Χύνοντας μερικές δυνατές γουλιές στον ουρανίσκο του προσπάθησε να κλείσει τα μάτια και να στρέψει αλλού τη σκέψη του ακόμα κι αν ένιωθε ότι δεν ήθελε. Οποιαδήποτε άλλη σκέψη φαινόταν εξουθενωτική. Αλλά κάθε φορά που έκλεινε τα βλέφαρά του έβλεπε την ίδια εικόνα, έβλεπε τα αστραφτερά πράσινα πλακάκια του μπάνιου και…

Ο Δήμος σηκώθηκε απότομα πάνω αφήνοντας θυμωμένα το ποτήρι του στο τραπέζι. Βρίσκοντας το θάρρος κατευθύνθηκε αποφασιστικά προς το φαρμακείο του σπιτιού. Τράβηξε σχεδόν οργισμένα το συρτάρι και άρχισε να ψηλαφίζει σαν τρελός τα κουτιά με τα χάπια. Μόλις βρήκε αυτό που ήθελε επέστρεψε στο σαλόνι και άνοιξε το φως. Οι δεσμίδες φωτός αποκάλυψαν την ετικέτα του μικρού χαρτόκουτου που έφερε το όνομα Βάλιουμ. Ο Δήμος το άνοιξε και πήρε στα χέρια του ένα από τα μικρά θαλασσιά χαπάκια και το τοποθέτησε στη γλώσσα του. Ένα συνταρακτικό τρέμουλο σαν σύσπαση των χειλιών του τον έκανε να φτύσει το ηρεμιστικό λες και το σώμα του τον προστάτευε από μια θανάσιμη τραγική ειρωνεία. Έπειτα όμως έκανε το ίδιο λάθος να κλείσει τα μάτια όπου το τοπίο των πράσινων πλακιδίων τον χτύπησε σαν σφυρί στην κοιλιά. Διπλασίασε την ποσότητα των χαπιών και τα παρέσυρε βιαστικά στο στομάχι του με τα πικρά ρυάκια του οινοπνεύματος. Αναπαύθηκε στον καναπέ και περίμενε υπομονετικά την ενέργεια των φαρμάκων να δράσει. Μόλις μερικά λεπτά και μια καθησυχαστική θέρμη πλημμύρισε το σώμα και το κεφάλι του σαν φλοίσβοι νανουριστικών θέλγητρων. Δοκίμασε ακόμα μια φορά να κλείσει τα μάτια σε μια απελπισμένη προσπάθεια να δραπετεύσει από τη φυλακή που αισθανόταν πως έχτισε ο ίδιος για τον εαυτό του. Όμως τον κορόιδεψαν και αυτή τη φορά τα βλέφαρά του ήταν πολύ βαριά για να ανοίξουν και τα λαχανιά πλακάκια της τουαλέτας στροβιλίζονταν σε μια μεθυστική, οδυνηρή σπείρα που τον τράβηξε και τον βύθισε ξανά σε εκείνο το μακρινό απόγευμα που γράφτηκε το τελευταίο σημείωμα της συζύγου του.

***

Ο Δήμος μπήκε στο διαμέρισμά του με τη δροσιά του ψυχρού απογεύματος να αγκαλιάζει τα ρούχα του. Το σπίτι έσφυζε ευθυμία και χρώμα από τα ζωηρά φωτιστικά που αποκάλυπταν πορφυρά μοντέρνα έπιπλα, κάδρα αφηρημένων σχεδίων και ταπετσαρίες αξιοζήλευτες για τη μοναδική εμφάνισή τους. Το καθιστικό είχε γεμίσει από τη γοητευτική φωνή του Τζέρι Ράφερτι ενώ το φολκ “Right down the line” έπαιζε δυνατά στο πικάπ. Ο Δημοσθένης συνοφρυώθηκε παρόλα αυτά σκεπτόμενος πως συνήθιζαν να βάζουν βινύλια μόνο σε ιδιαίτερες περιστάσεις όπως κάποιο δείπνο με φίλους ή τις γιορτές. Το προσπέρασε όμως λέγοντας στον εαυτό του πως μάλλον η Μαίρη ήταν στις καλές της σήμερα, γεγονός αξιοσημείωτο.

«Αγάπη μου, γύρισα.» είπε αδιάφορα σα να επαναλάμβανε την ίδια κασέτα –πράγμα που επί της ουσίας έκανε. Την αγαπούσε τη γυναίκα του, πραγματικά το έκανε, ακόμα κι αν δεν ήταν εύκολο πάντα. Τον είχαν προειδοποιήσει προτού της κάνει πρόταση γάμου πως το να παντρευτεί έναν διπολικό άνθρωπο δεν ήταν καθόλου απλή υπόθεση παρά τη θεραπεία που, υποτίθεται, ότι έπαιρνε. Αλλά εκείνος δεν είχε ακούσει κανέναν. Το σύννεφο του ενθουσιασμού και του έρωτα θολώνει το μυαλό και κάνει κανένα να νομίζει πως η αγάπη μπορεί πράγματι να τα διορθώσει και να τα λύσει όλα. Όμως υπάρχουν φορές που η αγάπη δεν είναι αρκετή. Φορές που νιώθεις ότι η αγάπη σου φθίνει και τα όριά της με την δέσμευση αρχίζουν και διαγράφονται. Ο Δήμος πετύχαινε συχνά τον εαυτό του να κουράζεται με την υπόθεση της Μαίρης ακόμα κι αν η κατανόησή του στο θέμα ξεπερνούσε εκείνη το ψυχιάτρου της. Τα μανιοκαταθλιπτικά στάδια, τα μανιακά επεισόδια και η ασταθής συμπεριφορά δεν είχαν γίνει αντιληπτά παρά μήνες μετά την ανταλλαγή των στεφάνων τους. Κι όμως ο Δήμος κατάφερε και πλέον είχε συμπληρώσει επτά επετείους. Παρά τα χρόνια δεν προσπάθησαν ποτέ να κάνουν παιδί ακόμα κι αν η Μαίρη τον πίεζε συνεχώς. Ακόμα κι αν δεν το παραδεχόταν βαθιά μέσα του ήξερε πως ένα παιδί θα ήταν σαν χειροπέδη για αυτόν και τη ζωή που έχτισε σε αυτό το διαμέρισμα. Όσο κι αν ήθελε να γίνει πατέρας η δέσμευση να μείνει με αυτή την γυναίκα για τουλάχιστον δέκα οκτώ χρόνια του προκαλούσε μια αφόρητη φαγούρα στην καρδιά που δεν θα άντεχε. Κι όταν η Μαίρη κουράστηκε επιτέλους να προσπαθεί μια μακριά καταθλιπτική περίοδος της χτύπησε την πόρτα και η νοικοκυρά την φιλοξένησε στην καημένη την ψυχή της ώσπου οι κουβέντες που αντάλλαζε με τον άντρα της σπανίως δεν γίνονταν αντιληπτοί από τους γείτονες. Ο Δήμος έπρεπε να βρει μια διαφυγή και ακόμα κι αν εκείνη κατασπάραζε τη συνείδησή του ήταν η μόνη λύση για να μην κολλήσει την πονηρή νόσο της κατάθλιψης ή να καταθέσει χαρτιά στον οικογενειακό δικηγόρο που ένας θεός ήξερε τι αντίδραση θα προκαλούσαν από την πλευρά της Μαίρης. Είχε κάνει δύο σχέσεις, πρώτα με μια ανύπαντρη γυναίκα κοντά στην ηλικία του και έπειτα με μια από τις τεταρτοετείς φοιτήτριές του που παρά την σκανδαλώδη του φύση καθιστούσε ένα δεσμό που τον ανακούφιζε από την ζοφερή παρουσία που τον περίμενε σπίτι κάθε μέρα με την ίδια έκφραση, τα ίδια λόγια, τις ίδιες νευρικές αντιδράσεις και το ερώτημα του πότε θα τελείωνε αυτή η περίοδος να πλανιέται στον αέρα σαν όξινη οσμή. Η Μαίρη ήταν ένας γρίφος που είχε κουραστεί να προσπαθεί να λύσει τόσα χρόνια ακόμα κι αν ήξερε πως η ίδια δεν ευθυνόταν για αυτό που της συνέβαινε.

Πέρασε στην κουζίνα όπου τον περίμενε περιέργως ένας δίσκος στον πάγκο με ένα πιάτο φαγητό καλυμμένο με αλουμινόχαρτο και ένα ύποπτο σημείωμα στο πάνω μέρος. Το κίτρινο χαρτάκι έλεγε λιτά: «Αν είναι κρύο βάλε το στα μικροκύματα για 1:30». Ο Δήμος κοντοστάθηκε σα να προσπαθούσε να αφουγκραστεί κάτι πίσω από το μουσικό υπόβαθρο. «Μαίρη; Είσαι εδώ;» ρώτησε δυνατά αλλά καμία ανταπόκριση δεν ήρθε από τα μέσα δωμάτια. Για μια στιγμή ένιωσε τις τρίχες του αυχένα του να σηκώνονται όρθιες. Άφησε κάτω τον χαρτοφύλακα και κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρα. Το κρεβάτι ήταν άστρωτο και τα πράγματα γύρω του ανάστατα. Παρατήρησε το καθιερωμένο ποτήρι του κόκκινου κρασιού μισοάδειο στο κομοδίνο. Χωρίς να το καταλάβει το βήμα του επιταχυνόταν ενώ έλεγχε τα υπόλοιπα δωμάτια του διαδρόμου. «Μαίρη;» συνέχιζε να μηρυκάζει σχεδόν σίγουρος ότι δεν θα έπαιρνε ανταπόκριση. Στράφηκε στο μπάνιο. Και τότε ήταν που πραγματικά τρόμαξε. Νερά ξεχείλιζαν από τη χαραμάδα της πόρτας και μούσκευαν το διάδρομο με τον απόηχο μιας τρεχάμενης βρύσης να ηχεί στο υπόβαθρο. Ο Δήμος έτρεξε αδίστακτα προς τα εκεί φωνάζοντας το όνομα της γυναίκας του ενώ πάσχιζε να ανοίξει την κλειδωμένη πόρτα. Μονάχα το γάργαρο νερό γινόταν αντιληπτό από την άλλη μεριά ενώ οι πανικόβλητες κραυγές του δεν προκαλούσαν καμία αντίδραση. Και σε λίγο οι κραυγές έγιναν αναφιλητά και ο πανικός απελπισία καθώς όλοι οι φόβοι του για την γυναίκα του κλιμακώνονταν σε μια μεγάλη έκρηξη τρομακτικά όμοια με τους επαναλαμβανόμενους εφιάλτες που τον βομβάρδιζαν τον πρώτο καιρό που πληροφορήθηκε τι ακριβώς σήμαινε διπολικότητα. «Μαίρη, σε ικετεύω άνοιξε την καταραμένη την πόρτα!» ούρλιαζε αλλά το ξύλο παρέμενε ακίνητο και το νερό έρεε άφθονο κάτω από τα νοτισμένα πόδια του. Ακόμα κι όταν επιτέλους έσπασε την πόρτα και η εκτυφλωτική λάμψη των γλαυκοπράσινων πλακιδίων στιγμάτισε το μυαλό του η βυθισμένη στην μπανιέρα κοπέλα δεν σάλεψε στο παραμικρό. Το σπασμένο ποτήρι του κρασιού και τα λιγοστά Βάλιουμ που είχαν απομείνει επέπλεαν στο πάτωμα μαζί με ένα μουσκεμένο σημείωμα.

***

Ο Δήμος αφού επιτέλους ξύπνησε από τον εφιάλτη του, αισθάνθηκε πως είχε μεταφερθεί σε άλλο χώρο. Οι τοίχοι ήταν πιο στενοί, τα έπιπλα πιο στραβά και οι επιφάνειες πιο τραχιές. Η μπόρα είχε κοπάσει και η σιωπή είχε επιβληθεί ξανά στο μοναχικό σπίτι. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε εκείνος, καθώς ένας υγρός ήχος συνέχιζε να αντηχεί κάπου μακριά του. Όσο περισσότερη ώρα περνούσε τόσο πιο αληθινός φάνταζε. Ο Δημοσθένης διστακτικός σηκώθηκε και περπάτησε επιφυλακτικά στο σκοτεινό διαμέρισμα όπου μια απειλητική σκιά είχε γαντζωθεί πλέον από τα κουφώματα κρύβοντας κάθε γωνιά, κάθε αντικείμενο, καθετί υλικό σαν πολυπόθητο μυστικό. Μοναχικό φως αναφαινόταν μια λεπτή κιτρινωπή λωρίδα στο βάθος του διαδρόμου, ένα φως που είχε δραπετεύσει από την κλειστή πόρτα του μπάνιου. Μια λεπτή κρούστα παγερού ιδρώτα αναδύθηκε από το δέρμα του ενώ αισθάνθηκε τα γόνατά του να μουδιάζουν απροειδοποίητα. Παρ’ όλα αυτά, τα πέλματά του ξεκίνησαν να προχωρούν σχεδόν ακούσια προς το φως. Και κάθε βήμα ήταν ένα παγερό καρφί στην κοιλιά του ενώ το στόμα του έδινε την αίσθηση μιας χάρτινης ξηρασίας. Τα μάτια του γουρλωμένα και γουρουνίσια κάρφωναν την δίνη του φάρου σαν επανδρωμένου με παρωπίδες αλόγου. Κι όταν επιτέλους έφτασε μπροστά από το μπάνιο δεν τόλμησε να ανοίξει την πόρτα.

Νερό κύλησε αργό και κολλώδες στα δάχτυλα των ποδιών του και δημιούργησε μια λιμνούλα ολόγυρά του. Κανένας ήχος δεν ξετρύπωσε από το στόμα του λες και οι χορδές του είχαν μπλεχτεί μεταξύ σαν τούφες άστατων μαλλιών. Κι άλλοι υγροί ήχοι σαν βήματα αντήχησαν και τον πλησίασαν. Δύο σκιές επιβλήθηκαν πίσω από την χαραμάδα της πόρτας· ένα δεύτερο ζευγάρι ποδιών απέναντί του. Μια γεμάτη ανάσα ακολούθησε, μια ανάσα που δεν άνηκε σε εκείνον.

Μόνο τότε ο Δημοσθένης βρήκε τις αισθήσεις του και το έβαλε στα πόδια. Με κοφτές ανάσες και γρήγορους δρασκελισμούς ο άντρας πήδησε στην κρεβατοκάμαρα δίχως να βλέπει οτιδήποτε. Βρήκε το κρεβάτι και έπεσε από πίσω του κολλώντας την πλάτη του στο κομοδίνο σε μια έκρηξη από καιρό χαμένης ευλυγισίας. Το φεγγαρόφωτο γλιστρούσε μέσα στο δωμάτιο με τα κλαδιά των συκιών να απλώνονται σαν γαμψώνυχα στους τοίχους. Ο Δήμος μάζεψε τα πόδια του και διπλώθηκε στα δύο κουλουριασμένος σαν μικρό παιδάκι πίσω από το κρεβάτι του. Το κρεβάτι τους.

Ένας απότομος κρότος έκανε τον άντρα επιτέλους να ορθώσει μια αιφνιδιαστική κραυγή και έπειτα να βουλώσει το στόμα του με μια τρεμάμενη παλάμη. Ήταν απλώς ο ήχος του πικάπ που ξεκινούσε. Η βελόνα έψαυσε την υφή του βινυλίου. Η απαλή μουσική του “Right down the line” απλώθηκε πάλι σε όλο το σπίτι αυτή τη φορά χωρίς να προκαλεί κανένα χαμόγελο.

Δεν είμαι τρελός. Δεν είμαι τρελός. Αυτό είναι νερό στα πόδια μου και αυτή μουσική στα αφτιά μου. Δεν είμαι τρελός.

Ανάμεσα στις σκιές των συκιών εμφανίστηκε μια καινούργια σιλουέτα, εκείνη μιας γυναικείας κεφαλής. Ο Δήμος έκλεισε μύτη και στόμα με τα πνευμόνια του να διαμαρτύρονται πονεμένα. Ένιωσε πως ο ήχος των σφυγμών του ξεπερνούσε εκείνον της μουσικής. Για μια στιγμή η καρδιά του πράγματι φώναζε σαν πιστόνι, σαν θεριό που προσπαθούσε να διαφύγει από το κλουβί των πλευρών του, να κρυφτεί. Το βουητό παρατεινόταν, γινόταν πιο ευδιάκριτο, πιο καθαρό. Έμοιαζε με τον ήχο που έκανε ένα ρολόι τυλιγμένο σε βαμβάκι. Δεν ήταν απλοί παλμοί φόβου, ήταν οι παλμοί ενός κυνηγημένου, ενός ενόχου.

Βήματα τον ζύγωσαν. Ο Δήμος νόμιζε ότι τον άκουγε. Νόμιζε ότι εκείνη άκουγε την μαρτυριάρα την καρδιά του. Αισθανόταν πως ο τρόμος έβαφε τις τρίχες του λευκές ενώ το κρύο θέριζε το δέρμα του και η καρδιά του ούρλιαζε από την δυσωδία και την ενοχή. Την ενοχή που σκάλιζε τα τοιχώματα του σώματός του από το εσωτερικό, που τον τρυπούσε στον αυχένα σαν τα βλέμματα των συγγενών στην κηδεία, τα βλέμματα των γονιών όταν διάβασαν το σημείωμα.

Το τηλέφωνο, σκέφτηκε. Το τηλέφωνο που βρισκόταν πίσω του. Ποιον θα καλούσε; Τι θα έλεγε; Θα τον άκουγε. Με όσο πιο αθόρυβες κινήσεις μπορούσε άπλωσε το χέρι του και ψηλάφισε το κομοδίνο ενώ άκουγε τα βήματα να πλησιάζουν συνεχώς, όλο και πιο κοντά. Το πρόσωπό του δεν ήταν λουσμένο μονάχα με ιδρώτα αλλά και με δάκρυα. Γιατί κλαις; ακούγεται μια απρόσωπη φωνή στο μυαλό του. Δεν έκανες τίποτα, σωστά; Δεν φταις εσύ. Δεν έκανες τίποτα. Η Μαίρη ήταν άρρωστη, σωστά; Μόνο η Μαίρη φταίει, σωστά; Η άρρωστη, η αδύναμη. Δεν έκανες τίποτα. Είναι διπολική, μια τρελή. Δεν φταις εσύ για ό,τι έκανε. Για ό,τι θα κάνει. Σωστά; Γιατί κλαις, Δήμο;

 Ο Δήμος πιάνει το τηλέφωνο επιτέλους και η οθόνη φωτίζει το πρόσωπό του. Με ιδρωμένα δάχτυλα γλιστρά στην ταμπλέτα και ψάχνει οποιοδήποτε όνομα, οποιονδήποτε τυχαίο. Ένα άγνωστο νούμερο καλεί. Βλέπει τη φιγούρα με το μαύρο πρόσωπο να τον φτάνει. Σε όλους όσους διαβάζουν αυτό το γράμμα… «Ναι, παρακαλώ, με ακούτε;» Δεν άντεξα… «Κάποιος… κάποιος είναι στο… θέλω βοήθεια, με κυνηγάνε.» Η φιγούρα στέκεται απέναντί του ανενόχλητη από το φεγγαρόφωτο. Δεν υπάρχει τίποτα να μου δίνει χαρά πια… Η κοπέλα προχωρά προς το μέρος του. Η καρδιά του οργιάζει. Ο λαιμός του κοχλάζει από τον κοπετό. Τα μάτια του είναι έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους ενώ τα νύχια του ξύνουν το ξύλινο πάτωμα. Η γυναίκα σκύβει και τον καρφώνει με τα άφαντα μάτια της καθώς εκείνος βλέπει τα δικά του στον μαύρο του καθρέφτη. Ούτε καν ο σύζυγός μου.

Από την άλλη γραμμή του τηλεφώνου απαντά μια γνώριμη γυναικεία φωνή.

«Εσύ φταις για ό,τι πρόκειται να κάνω. Έπρεπε να με βοηθήσεις.»

***

Η Μαίρη μπαίνει στο σπίτι κρατώντας στα χέρια τσάντες φορτωμένες με τα ψώνια της εβδομάδας. Στο σπίτι παίζει κατ’ επανάληψη στο πικάπ το ίδιο εύθυμο τραγούδι. «Δήμο;» φωνάζει αφηρημένα. Κανένα φωτιστικό δεν είναι ανοιχτό στο σπίτι το οποίο παραμένει ασάλευτο βυθισμένο στο σκοτάδι. Η Μαίρη ξεκινά να ανεβάζει διακόπτες στο ζοφερό σκηνικό με καθαρά ύποπτο βλέμμα. Έπειτα κατευθύνεται στον διάδρομο. Νιώθει την κοιλιά της να δένεται κόμπο παρατηρώντας τα νερά έξω από την πόρτα του μπάνιου. Κατευθύνεται γοργά προς τα εκεί με ύπουλες σκέψεις να τρυπώνουν στο μυαλό της. Η μπανιέρα είχε ξεχειλίσει νερό πλημμυρίζοντας κάθε τετραγωνικό της πρασινοντυμένης αυτής τρύπας. Μέσα στη μπανιέρα κάθεται ντυμένος με τα ρούχα του πανεπιστημίου ο Δήμος κοιτώντας το κενό. Βάλιουμ επιπλέουν στο νερό. Η Μαίρη πανικοβάλλεται βλέποντας τα χάπια της και το πεσμένο ποτήρι με το ουίσκι. Αρπάζει το πρόσωπο του συζύγου της αλαφιασμένη. «Δήμο; Δήμο κοίτα με! Με ακούς; Δήμο απάντα μου! Πόσα από τα χάπια μου πήρες; Τι έκανες; Δήμο, τι έκανες;» μιλάει ακατάπαυστα πανικόβλητη. Εκείνος επιτέλους γυρνά και την κοιτάει με μάτια πρησμένα και θαμπά ρόδινα μισοφέγγαρα κρεμασμένα από κάτω τους.

«Κάτι κακό, Μαίρη.» λέει μεθυσμένα ενώ εκείνη φαίνεται πιο χαμένη από ποτέ.

«Για ποιο πράγμα μιλάς, Δήμο; Πες μου είσαι καλά;» συνεχίζει να ρωτάει με την αδρεναλίνη να φορτίζει το αίμα της.

«Τη λένε Αλεξία. Και σε παρακαλώ, για το όνομα του Θεού, μην μπεις σε αυτή την καταραμένη μπανιέρα…»

Η βρύση κλείνει.

Μουσική παίζει στο καθιστικό.

Back To Top