skip to Main Content
Βάσω Σιακανδάρη
Κατηγορία: Διήγημα
5ο βραβείο

Ζούμε στη χώρα αυτή, που ύμνησαν, παθιάστηκαν και αγάπησαν σπουδαίοι. Που κάθε σπιθαμή της έχει μια αίγλη μοναδική και παραδεισένια. Ακόμα και τα πιο απλά, τα πιο κρυφά, τα πιο απομακρυσμένα. Όχι μονάχα οι ακρογιαλιές, τα βασιλέματα του ηλίου, τα σπίτια των δώρων που μας αφήσαν οι παλιοί. Αλλά και οι κατοικίες του Θεού, που απλόχερα μάς χάρισε για να επικοινωνούμε.

Αυτό είναι το ταξίδι μου.

Ταξίδι σ’ άλλους κόσμους, μέσα μου μπήκε, το ένιωσα το γαλανό. Αγαλλίαση. Στην Πάρο, τ’ όμορφο νησί, που το φιλά η θάλασσα και το χαδεύει ο ήλιος κι οι ντόπιοι του το αγαπούν σα να ’τανε σμαράγδι. Εκεί εγώ ταξίδεψα, όχι με το καράβι, μα με την θέληση αυτή να νιώσω την πατρίδα. Το γαλανό στις φλέβες μου, τον γδούπο στο κορμί μου, μονάχα να ’ξερα γιατί στο σπίτι του Υπέρτατου έτσι νιώθω, αφού ούτε Τον έχω δει ούτε με έχει κοιτάξει.

Έφυγα από Πειραιά, βαπόρια πολλά, κόσμος ακόμα περισσότερος. Έκατσα στο κατάστρωμα και διάβασα το βιβλίο μου. Καζαντζάκη, τι άλλο, Αλέξη Ζορμπά. Μόλις πάτησα πόδι στο νησί, έτρεξα στη Νάουσα, στη Λάγγερη, να κολυμπήσω, να καθαριστώ, να φύγει από πάνω μου η αίσθηση του βούρκου. Την αντίκρισα, καθάρια και παραδεισένια. Τα γαλανά της μάτια πλατιά, τα χρυσά μαλλιά της ήλιος φωτεινός, το άρωμά της αλμύρα, θάλασσα και φρέσκα λουλούδια, το φόρεμά της κατάλευκο, αφροί, και τα μάγουλά της ροδαλά, λες και ο απαλός αγέρας παρέσυρε δυο παπαρούνες και τις εναπόθεσε απαλά στο πρόσωπο της. Τόσο όμορφη γυναίκα που, άμα τυχόν την χάσεις, θες να πεθάνεις. Μοναδική, σαν αυτή καμία άλλη!

Πέταξα κάτω ρούχα, παπούτσια και το βιβλίο μου, γύμνωσα εμένα και την ψυχή μου, βούτηξα στο αλάτι. Αναγέννηση. Κολύμπησα, ανέπνευσα, σταμάτησα να σκέφτομαι. Μάζεψα κοχύλια, βότσαλα, πετρούλες. Τα δικά της κοσμήματα. Βγήκα, ήμουν μόνος μου. Περίεργο, στο κοσμικό τούτο νησί να βρεις τη δική σου γαλήνη. Μα εγώ την βρήκα, το αλάτι να μυρίζει, το δέρμα να καίει, το τηγανητό ψάρι να ευωδιάζει. Έκατσα στο ταβερνάκι του Πέτρου. Δίπλα στο ακρογιάλι. Κολοκυθάκια, ψαράκι, φρέσκο ψωμάκι και ουζάκι. Ελλάδα.

Εκεί την είδα. Έρωτας καλοκαιρινός, ο έρωτας αυτός που μυρίζει παγωτό καϊμάκι. Και όντως ήταν πανέμορφη, η Αρετώ η παριανή, όπου κοιτούσες το μάτι σου έπεφτε πάνω της. Έριχνε στο πρόσωπο της ροδόνερο από την τριανταφυλλιά του μικρού κήπου, χτένιζε τα καστανά μακριά μαλλιά της, έπιανε το κοκκινάδι και έβαζε στα χείλη της και τίποτα άλλο. Τα μάτια της δεν τα ακουμπούσε, ήταν μελιά και τεράστια, θαρρείς πως έβλεπες μέσα τους τον κόσμο. Σηκώθηκα και πήγα και της μίλησα, είχε σχεδόν βραδιάσει.

Κάτσαμε μαζί κάτω από τα άστρα και τα είπαμε όλα. Ό,τι είπα στην Αρετώ δεν το ξέρει κάνεις. Σωστός άνθρωπος, λάθος στιγμή. Ένα φιλί μονάχα δώσαμε και ανοίξαμε τις καρδιές μας. Έπρεπε να πούμε αντίο. Αντίο, Αρετώ μου! Αυτό είναι για μένα διακοπές, ταξίδι, να πηγαίνεις χωρίς το πρόγραμμα, τη δομή, τα πρέπει και τα μη. Να κοιτάς τ’ ακρογιάλι και ό,τι σου σβουρίξει…

Σηκώθηκα και τράβηξα προς την εκκλησιά. Δεν γινόταν να μην πάω σπίτι Του. Δεν είχα αμάξι, με τα πόδια πήγα. Μιάμιση ώρα, αλλά θα το ξανάκανα. Στη μια ώρα σταμάτησα σε ένα χωράφι που είδα και έκοψα τρία βερίκοκα. Τα έφαγα λαίμαργα και συνέχισα προς το ξωκκλήσι.

Έφτασα στον Άγιο Κωνσταντίνο. Εκεί, στο σπιτικό στην ευωδιά των κίτρων νιώθω πως βρήκα τη ζωής το νόημα.  Ω ξωκκλήσι του Άγιου Κωνσταντίνου! Ω εκκλησιά, στολίδι της Πάρου. Εσύ, η Μεγαλόχαρη, που ο ίδιος ο Πατέρας μας σε έκρυψε μες το πέπλο της θαλάσσης, που απλώνεται στη χώρα, στην Ελλάδα. Εσύ, στο πέπλο μέσα αυτό τραβάς την προσοχή μας. Βγαίνεις μέσα απ’ τα κύματα σα κόρη του Νηρέα. Ολόλευκη, Ολόλαμπρη, με τρούλο γαλανό, που πάνω του δεσπόζει ο κάτασπρος σταυρός. Το προαύλιό σου Πύλη στη χώρα του Θεού, νιώθεις την αρμόνια, γαλήνη αληθινή. Φυσάει το αεράκι δροσίζει τους πιστούς. Λάμπει ο ήλιος, ζεστή η αγκαλιά της Μάνας. Η ευωδιά των γιασεμιών απλώνεται παντού. Μυρωδιά ηρεμίας και αγαλλιάζεις.

Μπαίνεις μες το ξωκλήσι, νιώθεις μαγευτικά. Εικόνες γύρω γύρω, χρυσά φωτιστικά, μυρίζει το λιβάνι. Στο σπίτι του Πατέρα, προστατευμένος, προσεύχεσαι υγεία, χαρά, ευτυχία και ζητάς την βοήθειά του με τρόπο ευλαβικό, σεβαστικό. Τάματα κρεμασμένα πιστών στολίζουν τον ναό σα κόσμημα πολύτιμο κι αστραφτερό. Δώρο είσαι, δώρο που μας προσφέρθηκε απλόχερα. Στο μέρος τούτο το μαγευτικό κάθε ανάμνηση χαράσσεται. Όχι μόνο στο μυαλό και στο πλακάκι το ίδιο. Γράφεται κάτω, το πατάς, τ’ ακουμπάς, το νιώθεις. Και όποιος λέει πως δεν το ’νιωσε, αναίσθητος.

Κάθε που πάω στην εκκλησιά, όταν οδεύω μέσα, παίρνω το μονοπάτι το στενό που κάτω έχει πλακάκι. Κάθε πλακάκι ανάμνηση, κάθε ανάμνηση στιγμή, συναίσθημα, καημός, αγάπη, πόνος. Πατάω το πρώτο το πλακάκι και το νιώθω: η αγωνία της μάνας που περιμένει ο γιος της να γυρίσει. Κάνε Δέσποινα να μου ‘ρθει ζωντανός και θα σου φέρω μια λαμπάδα ίσα με το μπόι του. Το δεύτερο: μωρό που χάθηκε στη γέννα, ποτίστηκαν τα γιασεμιά με τα κλάματα. Πάρε με Γλυκοφιλούσα, πάρε με, ωσάν την κόρη που μου πήρες, που ΄ναι το νόημα; Το τρίτο: ζευγάρι που παντρεύτηκε, χαρά, υποσχέσεις αιώνιας αγάπης και νέα αρχή. «Ορκίζομαι να σ’ αγαπώ και θέλω εμείς οι δυο να ανθίσουμε και να ριζώσουμε σαν τα φυτά του τόπου αυτού». Όσο πας τόσο το ημερολόγιο ξεφυλλίζεται. Σελίδες γεμάτες, σάπιες ή φρεσκογραμμένες. Λογιών λογιών. Περίεργο να νιώθεις έτσι. Αλλά στο άσυλο αυτό, όλοι βρίσκουν μια αγκαλιά, ένα χέρι βοηθείας, εξομολογούνται και το ξωκλήσι ακούει και συμπάσχει.

Κι εγώ έτσι σε βρήκα. Είχα πέσει κάτω και ήρθες, έβαλες τον αέρα να φυσήξει για να με σκεπάσει απαλά, και έστειλες νερό να καθαρίσει την ψυχή μου, και με άγγιξες απαλά στο πρόσωπο, ανάβοντας τη φλόγα μέσα μου. Εκεί βρήκα τον Πατέρα και του μίλησα. Μόνο αυτός μας δίνει τη μελωδία, μας τεντώνει, μας δοκιμάζει, μας οδηγεί.  Αισθάνομαι όλους τους πιστούς. Όλοι είμαστε ενωμένοι. Το δώρο τούτο το μοιραζόμαστε. Όλοι οι πιστοί αντάμα με αυτό το θαύμα. Αντάξιό του δεν θα βρεις.

Με τη γλύκα στα χείλη έπρεπε εγώ να φύγω. Γιατί; Κουραστική η τσιμεντούπολη. Την ομορφιά του νησιού δεν την φτάνει. Έκοψα ένα κλωναράκι βασιλικό και με την αλμύρα και τα χαμόγελα των ηλιοκαμένων περαστικών ανέβηκα στο βαπόρι να γυρίσω  πάλι στην πραγματικότητα.

Back To Top