skip to Main Content
Μαρίλια Νικολάου
Κατηγορία: Διήγημα
2ο βραβείο

Καλημέρα κόσμε! Ας συστηθούμε…Με λένε Φαρίντ , είμαι δέκα χρονών και είχα την «τύχη» να γεννηθώ στην αιματοβαμμένη Συρία….Από νωρίς κατάλαβα στο πετσί μου τι σημαίνει πόλεμος, σειρήνες, συντρίμμια και άψυχα κορμιά…Επίσης από νωρίς, οι γονείς μου μού έδωσαν να καταλάβω ότι δεν είχαμε πολλές επιλογές, μόνο να φύγουμε να βρούμε άλλη πατρίδα..

Δεν πολυκαταλαβαίνω τη λέξη «πατρίδα» αλλά κανείς δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για αυτό. Επίσης, η λέξη «σπίτι», τόσο με την κυριολεκτική όσο και με την μεταφορική έννοια του όρου, μου είναι άγνωστη, όπως άλλωστε και η λέξη «ασφάλεια». Δεν υπάρχουν στο λεξικό μου. Για τη λέξη «παιχνίδι» καλύτερα να μην μιλήσουμε καθόλου…

Από νωρίς κατάλαβα όμως τι σημαίνουν οι λέξεις «πείνα», όταν μοιράζαμε τη μοναδική φέτα ψωμί που είχαμε στα τέσσερα, και «εξάντληση», όταν με την οικογένειά μου διασχίσαμε πεζοί ατελείωτα χιλιόμετρα κάτω από τον καυτό ήλιο. Τους μήνες που ταξιδεύαμε ρωτούσα συνέχεια τον πατέρα μου πότε θα φθάσουμε και εκείνος πάντα μου απαντούσε: “Όταν γιε μου δούμε τη θάλασσα, τότε θα είμαστε πολύ κοντά στον προορισμό μας».

Και να που μια μέρα, ύστερα από μήνες κακουχίας, φθάσαμε στην πιο μπλε θάλασσα του κόσμου. Μόνο που η θάλασσα εκείνη τη μέρα δεν ήταν στα καλά της …ήταν πολύ θυμωμένη και τα κύματα της ήταν τεράστια. Ο πατέρας μου μας καθησύχασε ότι τα καταφέραμε και έδωσε κάμποσα χαρτονομίσματα σε κάποιους σκυθρωπούς ανθρώπους, που φαίνονταν αρκετά επιθετικοί και βίαιοι. Έσπρωχναν με δύναμη τη μητέρα μου  που είχε την αδελφή μου επτά μηνών μωρό στην αγκαλιά της να μπει σε μια φουσκωτή βάρκα και εγώ πάσχιζα να μην χάσω το χέρι του πατέρα μου και βρεθώ μόνος μου με αυτούς τους βλοσυρούς αγνώστους που με φόβιζαν πολύ.

Δεν θυμάμαι πολλά μετά την επιβίβαση μου στο σκάφος των επτά μέτρων και των τριάντα ατόμων. Το μόνο που θυμάμαι είναι να ξυπνώ σε μια παραλία με γαλάζια νερά στην αγκαλιά ενός άγνωστου άνδρα με στολή, που μιλούσε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Γύρω μου υπήρχαν σκόρπια ρούχα, παπούτσια  και δύο γυναίκες που έκλαιγαν γοερά. Έψαξα με τη ματιά μου για τους γονείς μου και την αδελφή μου…Πουθενά δεν φαινόταν ίχνος τους.

Ώρες αργότερα κατάλαβα ότι αυτή η τόσο ηλιόλουστη χώρα θα έφερνε το απόλυτο σκοτάδι στην ψυχή μου…Ήμουν μόνος μου πια …η οικογένεια μου είχε χαθεί στη θάλασσα, όπως και οι υπόλοιποι επιβάτες της βάρκας. Ήμουν ο μόνος επιζών…Δεν ήξερα αν έπρεπε να χαρώ ή να στεναχωρηθώ για αυτό..

Οι μήνες που ακολούθησαν ήταν μαρτυρικοί…Κάποιοι τύποι με στολή με οδήγησαν σε μια πρόχειρη εγκατάσταση που ονομάζεται “χοτ-σποτ” και μου εξήγησαν με τη βοήθεια μιας γλυκιάς κυρίας που μιλάει τη γλώσσα μου ότι εκεί ήταν η καινούργια μου οικογένεια, το νέο μου σχολείο και το προσωρινό μου σπίτι. Τρία στη συσκευασία του ενός.

Ήμουν περιτριγυρισμένος από άλλα παιδιά, άλλα μεγαλύτερα, άλλα μικρότερα, αλλά όλα φοβισμένα και με δάκρυα στα μάτια που με κοίταζαν επιφυλακτικά. Κάποια θα έλεγα ότι μου έβγαζαν και μια ανεξήγητη επιθετικότητα. Κάθισα στη γωνιά μου φοβισμένος και αναρωτιόμουν πώς θα έπρεπε να συμπεριφερθώ. Τίποτα δεν φαινόταν να λειτουργεί με τα περισσότερα παιδιά. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις πρόκες που άφησαν στο κάθισμα της μελέτης την πρώτη μέρα ελπίζοντας ότι δεν θα τις δω και θα τραυματιστώ ή τα σπρωξίματα που μου έκαναν όταν η κυρία τελείωνε το μάθημα και έφευγε από την «τάξη». Το χειρότερο από όλα ήταν ότι δεν είχα ούτε έναν φίλο…κάποιον ν ’αγκαλιαστώ.

Καθόμουν και σκεφτόμουν πόσο ειρωνικό ήταν το όνομά μου: «Φαρίντ» σημαίνει μοναδικός…μόνο μοναδικός δεν αισθανόμουν, περισσότερο θα μου ταίριαζε το «μοναχικός» πια…

Η ζωή μου είχε αναποδογυρίσει, όπως εκείνη η απαίσια βάρκα μέσα στα κύματα…

Επικεντρώθηκα στο να μάθω καλά και γρήγορα τη γλώσσα αυτής της ηλιόλουστης χώρας με τους χαμογελαστούς κατοίκους και να τελειώνω πρώτος και με άριστα τα μαθήματά μου. Αυτό ήταν το μόνο που μου έδινε άπειρη χαρά. Α! και η δασκάλα της αριθμητικής. Αυτή με έκανε να πετώ στα ουράνια. Μου έλεγε συνέχεια πόσο καλός είμαι στα μαθηματικά. Σκέτο ξυράφι…αλλά φυσικά εγώ σκεφτόμουν «υπερβολές»…από αυτοπεποίθηση έπαιρνα μηδέν!

Ξαφνικά, τη μέρα των γενεθλίων μου η δασκάλα  μού ανακοίνωσε ότι είχε κανονίσει να λάβω μέρος σε έναν διαγωνισμό αριθμητικής για παιδιά της ηλικίας μου. Ξαφνιάστηκα αλλά δεν είχα χρόνο να αντιδράσω. Την επόμενη μέρα ήρθε με ένα ταξί και με πήγε σε ένα τεράστιο κτήριο, όπου είδα τα περισσότερα παιδιά που είχα δει στη ζωή μου. Ζήλεψα τις αγκαλιές των γονιών, το τρυφερό άγγιγμα στην πλάτη και την ευχή «Καλή επιτυχία καμάρι μου!» Αυτό ήταν κάτι που δεν θα άκουγα ποτέ εγώ. Έσφιξα τα δόντια και είπα μέσα μου «Φαρίντ, πρέπει να δείξεις πόσο καλός είσαι».

Και πράγματι βγήκα πρώτος στο διαγωνισμό. Ακολούθησαν πολλοί άλλοι διαγωνισμοί, πιο δύσκολοι και πιο απαιτητικοί, αλλά τα κατάφερα παραδόξως σε όλους και ας έλειπε η τρυφερή αγκαλιά και η ευχή με το «καμάρι».

Έναν χρόνο μετά μου ανακοίνωσαν οι υπεύθυνοι του κέντρου φιλοξενίας ότι η ζωή μου θα άλλαζε. Η περίπτωση μου είχε απασχολήσει την κυβέρνηση που αποφάσισε ότι θα έπρεπε να γίνω και τυπικά πολίτης αυτής της ηλιόλουστης χώρας για την εξαιρετική μου επίδοση. Επίσης πολλές οικογένειες είχαν δείξει ενδιαφέρον να με φιλοξενήσουν ή ακόμα και να με υιοθετήσουν.

Επιτέλους, ίσως και εγώ άκουγα τη λέξη «καμάρι». Επιτέλους, ίσως και εγώ να αισθανόμουν εξαιρετικός, ίσως τελικά να ήμουν Φαρίντ, μοναδικός. Ίσως το δικό μου ταξίδι ζωής να ήταν γραφτό να γίνει με ιστιοφόρο και όχι με μια απλή φουσκωτή βάρκα. Μόνο τα ιστιοφόρα έχουν την ικανότητα να μην βυθίζονται, ακόμα και στις μεγαλύτερες τρικυμίες. Περιστρέφονται, αλλά επανέρχονται πάντα στη σωστή θέση!

Το ταξίδι της ζωής μου μόλις άρχιζε!

Back To Top