skip to Main Content
Λήδα Αλεξοπούλου
Κατηγορία: Διήγημα
4ο βραβείο

Το βουητό των μυγών και οι κραυγές των επιζώντων είχαν αντικαταστήσει προ πολλού τον κρότο των πυροβολισμών. Η πεδιάδα είχε μετατραπεί σε ένα συνονθύλευμα πτωμάτων, τόσο του εχθρού όσο και των δικών μας, που εκτεινόταν προς τον γκρίζο ουρανό με κουφάρια αλόγων εδώ και εκεί να ξεχωρίζουν. Χάρη στο κρύο, τα πτώματα θα έκαναν περισσότερο χρόνο να σαπίσουν, και θα μπορούσαμε έτσι να αντέξουμε την μυρωδιά. Αλλά μύγες ήδη στοίχειωναν παγωμένα πρόσωπα με μάτια αιώνια καρφωμένα στον γκρίζο ουρανό, χωρίς να κάνουν διακρίσεις.

Άνοιξα δρόμο διασχίζοντας την κάποτε πράσινη πεδιάδα, σημειώνοντας απομεινάρια και ξεχασμένα λάβαρα.

Τώρα ήμασταν εδώ με τον παπά από το χωριό, για να οδηγήσουμε τις ψυχές των στρατιωτών μας στον Θεό, αν και δεν ήμουν σίγουρος πώς θα γινόταν σωστά αυτό, όχι μόνο γιατί δεν θα τους θάβαμε αλλά και γιατί το χωριό είχε περάσει δύσκολα. Ο παπάς φορούσε μπότες ενός σκοτωμένου αξιωματικού, σίγουρα όχι δικού μας.  Άραγε συγχωρείς Εσύ που τα βλέπεις όλα, τις αμαρτίες και εκείνων που σε εκπροσωπούν και εκτελούν το θέλημά σου;

Είχα διατάξει όσους στρατιώτες άντεχαν το φρικτό αυτό θέαμα να πάνε και να συλλέξουν όπλα και πυρομαχικά που είχαμε τόσο ανάγκη. Αλλά το δικό μου μυαλό ήταν αλλού. Είχα πάρει πληροφορίες πως εδώ είχαν πολεμήσει τα δύο αδέρφια μου, που τα είχε υιοθετήσει η μητέρα μου και μας μεγάλωσε όλους μαζί. Δεν τους είχα εντοπίσει προηγουμένως ανάμεσα στους ζωντανούς, και θα έλεγα ψέματα αν έλεγα πως η προτεραιότητά μου ήταν τα πυρομαχικά.

Τσάκισα με την θωρακισμένη μπότα μου το κοντάρι ενός σημαιοφόρου, καθώς έδιωξα απ’ το αυτί μου μια μύγα, πασαλείβοντας  το με κοκκινωπή λάσπη. Εκεί λίγο πιο πέρα, ένα πτώμα Έλληνα. Ψηλό, γεροδεμένο, με μακριά καστανόξανθα μαλλιά , ακριβώς όπως του…

Έσπευσα κοντά του, τα πονεμένα, ματωμένα δάχτυλά μου βυθίστηκαν στη βαθουλωμένη πανοπλία και την άκαμπτη σάρκα, τον γύρισα και ευτυχώς το γκρίζο πρόσωπο που αντίκρισα δεν μού ήταν γνώριμο. Ήταν ντροπή μου η ανακούφιση που ένιωσα, το ήξερα, αλλά δεν με  σταμάτησε απ’ το να προχωρήσω αδιάφορος.

Οι παλμοί μου έπαψαν να πιέζουν τις αρτηρίες μου και ένας αναστεναγμός έφυγε από τα σκασμένα χείλη μου. Χρειαζόμουν νερό.

Πέρασα γύρω από ένα λευκό άλογο με μάτια γουρλωμένα από τον τρόμο, καρφωμένα στον ορίζοντα. Ο καβαλάρης από κάτω, με το κεφάλι μισοκομμένο. Τον είδα. Τον είδα ξανά τότε. Ο θάνατος μού ψιθύρισε μια γλυκιά υπόσχεση.

Τον κοίταζα κατάματα.

Αν και οι περισσότεροι πιστεύουν πως ο θάνατος είναι άσχημος και σκληρός, όπως οι μύγες και τα σκουλήκια που τον υπηρετούν, εγώ πιστεύω ακριβώς το αντίθετο. Εύκολος, γαλήνιος.  Όπως ένα γλυκό νανούρισμα που τραγουδά μια μητέρα.

Η ζωή κρύβει κάτι διαφορετικό μέσα της. Το ξέρω αυτό. Το βλέπω κάθε μέρα μέσα από τα μάτια τα δικά μου και από αυτών που δεν είναι πια μαζί της.

Άλλο ένα γνώριμο πτώμα. Το γυρνώ και δεν είναι κανένας από τους δυο.

Είδα κάτι να γυαλίζει, εκεί στην γραμμή των δέντρων… Και τότε έπεσε ο πρώτος κρότος. «Πέστε κάτω!» άκουσα. Αλλά δεν χρειαζόταν. Τα πόδια μου δεν με βάσταγαν. Μερικοί έπεσαν κάτω, νεκροί πια. Ενέδρα. Ενέδρα, γιατί εκείνα τα καθίκια, οι ανέντιμοι, βρήκαν ευκαιρία να πάρουν και άλλες ζωές, αντί να μας επιτρέψουν να τιμήσουμε τους νεκρούς.

Πήρε μερικά λεπτά μέχρι το τρέμουλο να πάψει απ’ τα χέρια μου. Μερικά λεπτά και μερικές ζωές.  Δίπλα μου ήταν άλλος ένας νεκρός. Στην ζώνη του είχε ακόμα τέσσερις χειροβομβίδες. «Συγνώμη» ψιθύρισα. Κοίταξα τα άψυχα μάτια του αδερφού μου και ύστερα τα έκλεισα, για να κοιμηθεί ήσυχος πια.

Καθώς έπαιρνα τις χειροβομβίδες, μια σφαίρα πέρασε ξυστά το χέρι μου, αφήνοντας πίσω μια σχισμή και ένα μονοπάτι αίματος.

Σήκω πάνω. Σήκω πάνω και πολέμα.

Πόσο ακόμα, ρώτησα.

Όσο πρέπει.

Ναι.

Δεν φοβάσαι, δεν σταματάς, δεν διστάζεις, δεν υποχωρείς, δεν λυγίζεις. Αυτό δεν μου έλεγε ο πατέρας μου; Δεν υποχωρώ… Όχι σήμερα. Ο θάνατος δεν με είχε πάρει, και δεν θα με έπαιρνε ούτε και σήμερα. Αν και κάθε στιγμή της μίζερης αυτής ζωής μου ευχόμουν και παρακαλούσα να πεθάνω, σε όποιον άκουγε, και να απαλλαχτώ από αυτό το μαρτύριο, ήμουν πολύ εγωιστής για να πεθάνω στα χέρια του εχθρού.

«Όχι σήμερα». Το είπα, όπως το είχα πει ξανά τόσες φορές στο παρελθόν, μου ήταν αυτονόητο να το επαναλαμβάνω. Μα πώς το ξέχασα;

«Όχι σήμερα». Το χέρι στο όπλο και το δάχτυλο στη σκανδάλη, μια απλή συνήθεια, μυϊκή μνήμη, όπως όταν μαθαίνεις να κάνεις ποδήλατο.

«Όχι σήμερα».

Χαμογέλασα στον θάνατο, καθώς του προσέφερα ξανά μια ανταλλαγή, μια συμφωνία. Σηκώθηκα, σημάδεψα, τράβηξα την σκανδάλη και η σφαίρα διαπέρασε το κεφάλι ενός αξιωματικού.

Αυτό ήταν το τίμημα για να ζήσω. Μια ζωή για μια ζωή. Και μετατράπηκα για άλλη μια φορά στο τέρας που χρειαζόμουν για να επιζήσω. Εκείνη τη στιγμή η μόνη διαφορά είναι πως είχα μια παλλόμενη καρδιά, γιατί αυτό δεν ήταν ζωή. Ήταν παιχνίδι με τον θάνατο.’ Ήμουν και εγώ υπηρέτης του. Οπότε συνέχισα να κάνω αυτό στο οποίο ήμουν καλός. Διαπραγματεύσεις με τον θάνατο και να σκοτώνω, για να μην σκοτωθώ.

Back To Top